Κυριακή 3 Φεβρουαρίου και η ομάδα του kritiworld.gr αποφάσισε να πραγματοποιήσει προσκυνηματική εκδρομή στον Όσιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη στο ακρωτήριο Κάβο Σίδερο, το ανατολικότερο άκρο της Κρήτης.
Ο ναός του Οσίου Ισιδώρου ο οποίος αποτελεί μετόχι της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τοπλού, βρίσκεται εντός της Π.Ν.Β. (προκεχωρημένης ναυτικής βάσης) Κυριαμαδίου και απέχει 35 χλμ από την πόλη της Σητείας. Η επίσκεψη στον ναό επιτρέπεται μόνο κατά το διήμερο του εορτασμού του και μάλιστα συγκεκριμένες ώρες που καθορίζονται από τη διοίκηση της Μονάδας.
Η περιοχή είναι γνωστή για το ιδιαίτερο φυσικό κάλος της και παρά την δύσκολη πρόσβαση επισκέπτες-προσκυνητές από όλη την Κρήτη κατακλύζουν την περιοχή εκείνες τις μέρες. Η όμορφη θέα, τα σμιλεμένα από τα κύματα βράχια και η άγρια ομορφιά της σε αποζημιώνουν για την κούραση της διαδρομής.
Κατά την είσοδο στην Βάση, άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού έκαναν τους προβλεπόμενους ελέγχους, με αυστηρότητα αλλά και με ευγένεια, δίνοντας σαφείς γραπτές οδηγίες στον κόσμο για την συμπεριφορά του κατά τον χρόνο παραμονής τους εκεί.
Σε όλο το μήκος της διαδρομής, από την είσοδο της Βάσης έως τον ναό, υπήρχαν εθελοντές της ΕΔΕΑΚ Σητείας οι οποίοι είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της διευκόλυνσης και της ασφαλούς προσέγγισης των προσκυνητών στο ναό. Η οργάνωση των εθελοντών εντυπωσίασε όλους τους επισκέπτες, καθώς ο άψογος συντονισμός και ο επαγγελματισμός τους θύμιζαν μια καλολαδωμένη μηχανή που θα ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες.
Την Ακολουθία του Πανηγυρικού Εσπερινού παρακολούθησε πλήθος πιστών οι οποίοι παρά τους δυνατούς νοτιάδες που έπνεαν στην περιοχή παρέμειναν καρτερικά μέχρι το τέλος για να λάβουν την ευλογία του τιμωμένου Οσίου Ισιδώρου.
Ο Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης σύμφωνα με τον Ορθόδοξο Συναξαριστή γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το 360 μ.Χ. από γονείς θεοφιλείς, και ήταν συγγενής των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) και Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία έλαβε μεγάλη και θαυμαστή θεολογική και φιλοσοφική γνώση. Στην αρχή εργάσθηκε ως διδάσκαλος και κατηχητής της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Επιζητώντας όμως την ησυχία για να δύναται να ασχοληθεί με το έργο της ζωής του, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι στο όρος Πηλούσιο, γι’ αυτό έλαβε και το όνομα Πηλουσιώτης. Αργότερα δέχεται την πρόταση να γίνει ιερέας και στη συνέχεια εκλέγεται πανηγυρικά ηγούμενος στο μοναστήρι του.
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία. Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44). Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές. Εκοιμήθη ειρηνικά το 440 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰσίδωρε τό πνεῦμά