Ρακή : Παράδοση ή προϊόν παρανομίας;

Διανύουμε ήδη το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκέμβρη και η αποστακτική περίοδος 2018 φτάνει στο τέλος της για το νησί της Κρήτης. Τα ρακοκάζανα (παραδοσιακά και μη) επιστρέφουν στους χώρους φύλαξης τους, περιμένοντας το επόμενο εναρκτήριο λάκτισμα για να ξαναπιάσουν δουλειά.

Τα καζανέματα στην Κρήτη δεν είναι μια απλή παραγωγική διαδικασία, είναι ένα μεγάλο πανηγύρι. Οι καζανότοποι αποτελούν σημείο συνάντησης συγγενών και φίλων από όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, οι οποίοι εντάσσουν «εντέχνως» τις διακοπές τους στην Κρήτη αυτή την περίοδο προκειμένου να απολαύσουν την «ιεροτελεστία» και να δοκιμάσουν την ζεστή πρωτόρακη. Η τσικουδιά στο νησί είναι άμεσα συνδεδεμένη με κάθε εκδήλωση χαράς ή λύπης των κρητικών αλλά και την παγκοσμίως γνωστή φιλοξενία τους. Δεν υπάρχει σπίτι στην Κρήτη που να μην έχει πάνω στο τραπέζι το μπουκάλι με την τσικουδιά και τα ποτήρια έτοιμα να προσφέρουν στον οποιοδήποτε επισκέπτη ένα καλωσόρισμα.

 

Η παραγωγή της Κρητικής Τσικουδιάς ή Ρακής, όπως εξακολουθούμε να την λέμε στην καθομιλουμένη οι κρητικοί, ξεκίνησε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Θεσμοθετήθηκε την δεκαετία του 1920 όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με νόμο που ψηφίστηκε από την Βουλή για την απόσταξη της ρακής, έδωσε τις πρώτες άδειες για ρακοκάζανα σε αγρότες και αμπελοκαλλιεργητές, έτσι ώστε να παράγουν νόμιμα τη ρακή. Ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στην αξιοποίηση των υπολειμμάτων από την παραγωγή του κρασιού (στέμφυλα ή στράφυλα στην κρητική διάλεκτο) με την διαδικασία της απόσταξης, ώστε να προσφέρουν ένα επιπλέον εισόδημα στον παραγωγό.

Η ονομασία ρακή, η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ραξ ή ρωξ, δηλαδή ρώγες σταφυλιών, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσημα πλέον για το κρητικό προϊόν, αφού το 1989 με τον 1576/89 κανονισμό της ΕΟΚ για τα οινοπνευματώδη ποτά κατοχυρώθηκε από την Τουρκία. Η Ελλάδα κατάφερε να κατοχυρώσει τις ονομασίες  τσίπουρο Μακεδονίας, τσίπουρο Θεσσαλίας, τσίπουρο Τυρνάβου και την Κρητική Τσικουδιά και θεωρούνται «προϊόντα προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης». Η λέξη τσικουδιά προέρχεται από την κρητική λέξη «τσίκουδο» που σημαίνει κουκούτσι και χρησιμοποιείται και για τα στέμφυλα αφού στέμφυλα στην ουσία είναι τα υπολείμματα του σταφυλιού από την πολτοποίηση (σάρκα και κουκούτσια). Η τσικουδιά είναι ποτό μονής απόσταξης χωρίς προσθήκη αρωματικών ουσιών , σε αντίθεση με το τσίπουρο που είναι διπλής απόσταξης και με προσθήκη αρωματικών ουσιών.

Η εθνική νομοθεσία σύμφωνα με το Ν. 2969/18-12-2001 ΦΕΚ 281 (τεύχος Α) έχει διαχωρίσει τους αποσταγματοποιούς σε: (α) μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), (β) ποτοποιούς, (γ) αποσταγματοποιούς, (δ) οινοπνευματοποιούς Β κατηγορίας και (ε) οινοπνευματοποιούς Α κατηγορίας. Ο διαχωρισμός αυτός έγκειται στις πρώτες ύλες που μπορούν να αποσταχθούν ανά κατηγορία, στην χωρητικότητα των αποστακτικών μηχανημάτων, αλλά κυρίως στον συντελεστή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, αφού η ψαλίδα ανάμεσα στους μικρούς αποσταγματοποιούς και τους υπολοίπους ανοίγει αρκετά. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε από την Ελλάδα το 2015 να εναρμονίσει τη νομοθεσία της όσον αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης για το τσίπουρο και τη τσικουδιά και μάλιστα την έχει παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μη συμμόρφωσή της στην υπόδειξη αυτή.

Το γεγονός της χαμηλής (συγκριτικά με τους υπολοίπους) φορολόγησης της τσικουδιάς που παράγουν οι «διήμεροι» αποσταγματοποιοί, η εξέλιξη της διαδικασίας απόσταξης με νέου τύπου, πιο σύγχρονους άμβυκες αλλά και η αντικατάσταση των καυσόξυλων με πιο οικονομικές καύσιμες ύλες όπως ο πυρήνας, το πέλετ ή το υγραέριο φαίνεται να έχει κάνει πολλούς αποσταγματοποιούς να εξελίσσονται από διήμερους σε πολυήμερους και το υποτιθέμενο συμπληρωματικό εισόδημα σε κάποιες περιπτώσεις τα ξεπερνά το κύριο. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο, ιδιοκτήτες μικρής έκτασης αμπελιών να αποστάζουν και να διακινούν ποσότητες τσικουδιάς δυσανάλογες με τη συγκομιδή τους, αφού φροντίζουν να αγοράσουν (παράτυπα) σταφύλια από άλλους παραγωγούς που δεν θέλουν να μπουν στην διαδικασία οινοποίησης και απόσταξης. Βλέπουμε παραγωγούς να μην οινοποιούν καν τα σταφύλια τους, αλλά να αποστάζουν ολόκληρο το παραγόμενο προϊόν (σύγκρασα), να αποστάζονται σταφύλια από ποικιλίες που απαγορεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα αλλά και να γίνεται αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή των αμπελιών.

Όλα αυτά φυσικά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου στο πανήγυρι της  λαθραίας απόσταξης, αφού η κρητική ύπαιθρος είναι γεμάτη από ρακοκάζανα τα οποία όχι μόνο αποστάζουν χωρίς την σχετική άδεια από τα Τελωνεία αλλά τα περισσότερα στερούνται Άδεια Κατοχής Αποστακτικού Μηχανήματος. Το πρόβλημα φυσικά με τα παράνομα ρακοκάζανα δεν είναι τόσο η διαφυγή φόρου όσο η καταλληλόλητα του παραγόμενου προϊόντος αφού δεν είναι καταγεγραμμένα στα μητρώα των αρμοδίων υπηρεσιών και κατά συνέπεια δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε για την καταλληλόλητα τους ούτε για την ποιότητα της πρώτης ύλης.

Το μέγεθος της ανεξέλεγκτης απόσταξης μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος κάνοντας μια «βόλτα» στα social media, αφού εύκολα μπορεί να δει και μάλιστα σε δημόσιες αναρτήσεις εξόφθαλμες παραβάσεις του Τελωνειακού Κώδικα. Κάποιοι μάλιστα έχουν εξελίξει κατά πολύ το σπορ αφού αναρτούν στο you tube πλήθος από βιντεοπροβολές με αποστάξεις σύγκρασων στεμφύλων ή σουλτανίνας επιδεικνύοντας με καμάρι τον μεγάλο αριθμό των βαρελιών έξω από τους καζανότοπους (γιατί αν δεν παινέψεις το σπίτι σου…).

 

Η παράνομη απόσταξη και κατά συνέπεια παράνομη διακίνηση της τσικουδιάς πέραν του ότι ελλοχεύει τεράστιους κινδύνους για την δημόσια υγεία βαραίνει τις πλάτες των νόμιμων αμπελουργών και αποσταγματοποιών αφού η πολιτεία προκειμένου να πατάξει το φαινόμενο, λαμβάνει ολοένα και πιο αυστηρά μέτρα οδηγώντας τους σε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο. Οι συνεχείς αλλαγές στην σχετική νομοθεσία προκαλούν πλήρη σύγχυση στους ενδιαφερομένους αφού δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν από χρονιά σε χρονιά αν θα μπορούν να πουλήσουν το προϊόν τους και αν ναι, την ποσότητα που θα μπορούν να πουλήσουν ή τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει αυτό.

 

Η αβεβαιότητα που επικρατεί στους κύκλους των αμπελουργών και των αποσταγματοποιών έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην δημιουργία συλλόγων στο νησί οι οποίοι μάλιστα συμμετέχουν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Αποσταγματοποιών. Οι κατά τόπους σύλλογοι έχουν κάνει αρκετά βήματα στην προάσπιση των δικαιωμάτων του κλάδου αλλά και στην συστηματική ενημέρωση των ενδιαφερομένων για το νομικό πλαίσιο και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο νόμο.

 

Ωστόσο οι σύλλογοι πέραν των ως τώρα πεπραγμένων τους, οφείλουν να παίξουν τον σημαντικότερο ίσως, από δημιουργίας τους, ρόλο. Να αναλάβουν ενεργό δράση στην πάταξη της λαθραίας απόσταξης, να συνδράμουν στο έργο των κατά τόπους Τελωνείων για την περιφρούρηση της νομιμότητας και να μην επιτρέψουν σε καμία των περιπτώσεων στα μέλη τους να υπάρχουν άτομα με παραβατική συμπεριφορά. Κοινώς να ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουν, αφού η καλύτερη προάσπιση των συμφερόντων τους, είναι η εξυγίανση του κλάδου.

 

Ένα στοίχημα στο οποίο θα πρέπει να ‘ποντάρουμε’ όλοι μας. Να καταλάβουμε επιτέλους ότι η παραγωγή της τσικουδιάς δεν πρέπει να έχει μόνο εισοδηματικό χαρακτήρα, αλλά ότι αποτελεί ζωντανό κομμάτι της παράδοσης μας και υποχρέωση μας είναι να το προφυλάξουμε και να το παραδώσουμε ατόφιο στις επόμενες γενιές των κρητικών.